Οι ποδοσφαιρόφιλοι, και δη οι οπαδοί μιας ομάδας, περνάμε δύσκολα τους τελευταίους μήνες με την καραντίνα και τη διακοπή του πρωταθλήματος. Μας έκοψαν το γήπεδο έτσι ξαφνικά, μας είπαν δε θα ξαναδείτε την ομάδα σας για τους επόμενους έξι μήνες. Από εκεί που κάθε σαββατοκύριακο ήμαστε γήπεδο, θα κάνουμε μισό χρόνο να την ξαναδούμε. Ρε πάτε καλά ρε; Είμαστε όπως τον ναρκομανή που θέλει τη δόση του, όπως τους αλκοολικούς στην Αμερική της ποτοαπαγόρευσης το 1930, όπως το μωρό που του παίρνεις το παιχνίδι μέσα απ’ τα χέρια, όπως τον συνωμοσιολόγο που μαθαίνει ότι τελικά δε θα έρθει το 5G στην Κύπρο.

Μας έλειψες ρε γαμώτο! Μας έλειψε η ρουτίνα της εβδομάδας, η προσμονή της Κυριακής, η αγωνία για το παιχνίδι, η καθιερωμένη ιεροτελεστία πριν την έναρξη.

Θέλω να κατέβω το κατήφορο της ΠΑΕΕΚ, ν’ ακούσω τη μουσική του Αλέκου, να πιώ την μπύρα μου από τον Πόλυ, να τσιμπήσω το τζίζι μίζι μου από την παρέα του parking, να βρεθούμε με την «παρέα της μάππας», μια παρέα που δε γνωριζόμασταν πριν τη ’48 και που μας έφερε κοντά η ίδια αγάπη, να πούμε τα δικά μας, να μιλήσουμε για το παιχνίδι, «ίντα σύστημα εννά κατεβάσει ο coach, ίνταλως εννά κατεβεί η ομάδα σήμερα που λείπει ο βασικός εξτρέμ, τι θέση εννά παίξει ο Γιώργος ο Μαυροφτής;».

Θέλω να παίξουμε πασούλες με τα παιδιά που έφεραν την μπάλα τους για να σκοτώσουν την ώρα τους μέχρι να ξεκινήσει το παιχνίδι, «ρε εν καλός τούτος ο μιτσής, να τον φέρουμεν στες ακαδημίες μας του χρόνου», «άτε εννά τραβήσουμεν κατά κάτω, σε πέντε λεπτά ξεκινά το ματς», να μπούμε στο γήπεδο, να ανεβούμε στα τσιμέντα του «Κερύνεια – Επιστροφή», «ρε πού εννά κάτσουμε, μα πού επήετε τζειπάνω, εννά πω του Λογιστή να μας βάλει ασανσέρ», να δω τους παίκτες να μπαίνουν στο γήπεδο, «άτε ΟΜΟΝΟΙΑ!».

Θέλω να βρίσω τον επόπτη για το οφσάιντ που δεν είδε εκείνος που είναι στην ίδια ευθεία αλλά το είδα εγώ που κάθομαι στην άκρη της κερκίδας, «ρε λάισχμαν ξύπνα, τζοιμάσαι μέρα μεσομέρι», να πανηγυρίσω το γκολ, να φωνάξω τα συνθήματα με την υπόλοιπη κερκίδα, να πεταχτώ πάνω σε μια μεγάλη ευκαιρία, «εν πειράζει πρασινούθκια μου, την επόμενη φορά», να μπω στο ημίχρονο στο Mappinio.net να δω πόσα πόσα ο δεύτερος, να σηκώσω τη γροθιά μου μαζί με τους παίκτες στο τέλος του ματς, να βγω από το γήπεδο με ένα πλατύ χαμόγελο και να παραγγείλω το σάντουιτς μου στον Βατυλιώτη, να πήξω στο μποτιλιάρισμα την ώρα της αποχώρησης, «είπα σου το ρε μαλάκα, έπρεπε να καρτερούμεν αλλό λλίο να κάτσει η κίνηση, μα που εν η αστυνομία να κάμνει το traffic;».

Θέλω να πάω σπίτι, να κάτσω στο laptop να διαβάσω το match report των Προπονητών Δυτικής Κερκίδας, να δω ποιον παίχτη θα τρολάρουν σήμερα, «πάλε ο Κώτσιος ρε, κανεί ρε, εκάμετε τον αερόπλανο», να δω τα στιγμιότυπα του ματς, τις φωτογραφίες που τράβηξε η Βικτώρια Των Φτωχών στο φωτορεπορτάζ του OlaOmonoia, τη βαθμολογία, να δω με ποιον παίζουμε την επόμενη αγωνιστική για να επαναλάβω τη μυσταγωγία ξανά από την αρχή.

Θέλω να βάλω στο GPS του κινητού μου το πιο απομακρυσμένο χωριό της Κύπρου, να δω πού είναι το γήπεδο που παίζουμε το Σάββατο, «πόσα εισιτήρια μας εδώκαν; 300; Ρε εν πελλοί ρε πού να μας κανίσουν;», να πάω στην Boutique την πρώτη μέρα της προπώλησης πέντε λεπτά πριν ανοίξει και να στήσω καραούλι απ’ έξω, «αν κάμουν κανένα ντου τζαι λείψουν εννά μείνουμε χάσκοντα», να πάρω και για τους άλλους που δουλεύουν και δε θα μπορέσουν να κατέβουν, για τα παιδιά της παρέας που μένουν εκτός Λευκωσίας.

Θέλω να ψάξω στο Google φωτογραφίες του γηπέδου που θα παίξουμε, «ρε έσχει τόπο να στήσουμε το ράδιο, εννά βρέσχει αύριο είπεν, πού εννά βάλουμε το laptop; Εννά σταθούμε που πάνω του ρε όπως εκάμαμε στην Πύλα, η μετάδοση εννά φκει τζαι ας πιάμε τζαι κορωνοϊό».

Θέλω να μπω στο αυτοκίνητο και να γράψω πάλι χιλιόμετρα για πάρτη της, να πάω μέχρι την Πόλη Χρυσοχούς να δω ένα άγονο 0-0, να κάνουμε επιδρομή στην Κυπερούντα και να τους πάρουμε το σκαλπ μέσα στο σπίτι τους, να βρεθώ με τ’ αδέρφια μου στη Ριζοελιά κι από εκεί να φύγουμε για τις Βρυσούλλες, να χωθώ εκστασιασμένος στις αγκαλιές τους ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στην Αγλαντζιά, να ζήσω στιγμές που θα τις θυμάμαι μια ζωή, να δημιουργήσω κι άλλες ιστορίες για να λέω στα εγγόνια μου τα βράδια του Χειμώνα μπροστά στο τζάκι.

Κάποτε τους μισούσα τους Αμερικανούς που το λένε «soccer». Football είναι η λέξη ρε γαμώτο! «For fucks sake, stop saying soccer! », που λέει και ο Charlie Hunnam υποδυόμενος τον Peter Dunham στο «Green Street Hooligans»! Σιγά σιγά άρχισα να τους καταλαβαίνω. Soc.Cer. Social Ceremony. Κοινωνική Τελετή. Όπως οι Αρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν πρόβατα και βόδια στον Δία για να σταματήσει να κερατώνει την Ήρα μπας και κάνει καλό καιρό για να φυτέψουν τα σπαρτά, όπως οι Βίκινγκς αλείφονταν με αίμα για να προετοιμαστούν για τη Βαλχάλα, όπως οι Χριστιανοί λιβανίζουν και ψάλλουν προσευχές για να τους ακούσει ο θεός τους, ε, έτσι κι εμείς τραγουδάμε στη δική μας στρογγυλή θεά τις δικές μας ψαλμωδίες και τις δικές μας προσευχές. Τελετή, μυσταγωγία που φέρνει κοντά τους οπαδούς, που φέρνει κοντά ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν τίποτα κοινό εκτός από την αγάπη για την ομάδα τους. Τελετή στην οποία μπορούν να συμμετέχουν όλοι, μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, βουδιστές, πλούσιοι, φτωχοί, ψηλοί, κοντοί, λεπτοί, χοντροί, μεγάλοι και μικροί, φτάνει να έχουν την ίδια αγάπη για την ομάδα τους.

Μας έλειψαν αυτές οι εβδομαδιαίες τελετές. Μας έλειψε το μεσημέρι του Σαββάτου στο γήπεδο. Θέλουμε τα σαββατοκύριακα μας πίσω ρε, θέλουμε να δούμε μπάλα, να ξεχαστούμε απ’ την καθημερινότητα, από τα νοίκια και τους λογαριασμούς, από τις δόσεις του δανείου, από την τιμή της βενζίνης που μόνο ανεβαίνει, από το αίσθημα που μας ταλαιπωρεί, από τον καθηγητή που μας έκοψε τρεις φορές στο ίδιο μάθημα με 4,5, από τον στριμμένο γείτονα που φωνάζει επειδή βάλαμε τη μουσική λίγο πιο δυνατά. Επεθυμήσαμε τις μικρές χαρές που χάθηκαν, μας έλειψε η αγαπούλλα μας, η ΟΜΟΝΟΙΑ μας!

Μας έλειψες ρε ΟΜΟΝΟΙΑ, γαμώτο!

ΥΓ. Την Τετάρτη όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Ανοικτό Αμφιθέατρο Λακατάμιας, στην πιο σημαντική συνέλευση του Σωματείου μας μετά την ιδρυτική.

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.